- πολυχείμαστος
- -ον, Μ1. αυτός που προσβάλλεται από πολλές τρικυμίες2. μτφ. αυτός που έχει υποστεί πολλά δεινά, πολυπαθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + χειμάζω «ταράζω, φέρνω καταιγίδα, θύελλα» (πρβλ. α-χείμαστος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.